ἀπόμακτρον

ἀπόμακτρον
ἀπόμακ-τρον, τό,
A strickle, Ar.Fr.712.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόμακτρον — ἀπόμακτρον, το (Α) [απομάσσω] βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή) …   Dictionary of Greek

  • ἀπόμακτρον — strickle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόμακτρα — ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απομάσσω — ἀπομάσσω (AM) [μάσσω] Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι 2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας 3. παίρνω αποτύπωμα II. ( ομαι) 1. αφαιρώ, αποβάλλω 2. σκουπίζω τα …   Dictionary of Greek

  • ἀπόμακτρ' — ἀπόμακτρα , ἀπόμακτρον strickle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”